- Αιγιαλεία
- ηπεριοχή της Αχαΐας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αἰγιαλείᾳ — Αἰγιαλείᾱͅ , Αἰγιάλεια fem dat sg (attic doric aeolic) Αἰγιαλείᾱͅ , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλείᾳ — αἰγιαλείᾱͅ , αἰγιάλειος frequenting the shore fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιάλεια — fem nom/voc sg Αἰγιάλειος frequenting the shore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιγιαλεία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά του Άργους Αδράστου και της Αμφιθέας, σύζυγος του ήρωα του Τρωικού πολέμου Διομήδη. Αρχικά ήταν πιστή σύζυγος, όταν όμως σε κάποια μάχη ο Διομήδης τραυμάτισε την Αφροδίτη, η θεά, για να τον εκδικηθεί,… … Dictionary of Greek
αἰγιάλεια — αἰγιάλειος frequenting the shore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλείας — Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλεια fem acc pl Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλεια fem gen sg (attic doric aeolic) Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc pl Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλείας — αἰγιαλείᾱς , αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc pl αἰγιαλείᾱς , αἰγιάλειος frequenting the shore fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλείαν — Αἰγιαλείᾱν , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλείαν — αἰγιαλείᾱν , αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλείης — Αἰγιάλεια fem gen sg (epic ionic) Αἰγιάλειος frequenting the shore fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)